- μαλλώ
- μαλλῶ, -όω (Α) [μαλλός]είμαι τριχωτός, μαλλιαρός, γεμάτος μαλλιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μαλλῷ — Μαλλός flock of wool masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλλῷ — μαλλός flock of wool masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαλλῶι — Μαλλῷ , Μαλλός flock of wool masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλλῶι — μαλλῷ , μαλλός flock of wool masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλλωσις — μάλλωσις, ἡ (Α) [μαλλώ] κάλυψη ενός αντικειμένου με μαλλί, σκέπασμα, κάλυμμα από δέρμα που έχει μαλλί («τῇ χρυσῇ μαλλώσει» με το χρυσόμαλλο δέρας, Σχόλ. στον Πίνδ.) … Dictionary of Greek